1 λοφνία
λοφνία, ἡ, = λοφνίς, Ath. XV, 701 a, vgl. 699 d, φάσκων οὕτω καλεῖσϑαι τὴν ἐκ τοῦ φλοιοῦ λαμπάδα.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > λοφνία